Δεν υφίσταται ουσιαστικά τραπεζικό απόρρητο

* Το παρόν δημοσιεύτηκε στο ειδησεογραφικό site Capital.gr (5-12-2014)

Σύμφωνα με την Ελληνική Νομοθεσία και Νομολογία, ως τραπεζικό απόρρητο νοείται η υποχρέωση που έχει η τράπεζα απέναντι στον πελάτη της να σιωπά για τις προσωπικές και οικονομικές υποθέσεις του, που γίνονται γνωστές σ’ αυτήν από την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας της.

Ειδικότερα, αντικείμενο του τραπεζικού απορρήτου αποτελούν όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που πληροφορείται η τράπεζα από τη σχέση της με τον πελάτη κατά το προσυμβατικό, συμβατικό ακόμη και μετασυμβατικό στάδιο, μέχρι του οποίου εκτείνεται και η αντίστοιχη υποχρέωση της.

Επίσης, το τραπεζικό απόρρητο αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητας και συνεπώς, προστατεύεται αστικά από τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ (Προστασία προσωπικότητας) αλλά και ποινικά από τη διάταξη του άρθρου 371 ΠΚ (Παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας). Επιπρόσθετα, πέρα του γενικού τραπεζικού απορρήτου, που αφορά σε όλες τις τραπεζικές συναλλαγές και συνίσταται, όπως προεκτέθηκε στην αυτοτελή παρεπόμενη υποχρέωση της τράπεζας έναντι του πελάτη της να τηρεί εχεμύθεια ως προς τις συναλλαγές του, οι διατάξεις του Ν.Δ. 1059/1971 (όπως ισχύει) καθιερώνουν ειδικότερα το απόρρητο των εν γένει καταθέσεων σε ελληνικές Τράπεζες (άρθρα 1, 2 και 3 του Ν.Δ. 1059/1971), απειλώντας με ποινικές κυρώσεις κάθε πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των τραπεζικών καταθέσεων στα πλαίσια ασκήσεως των καθηκόντων του και παρέχει με οποιονδήποτε τρόπο οποιαδήποτε γι’ αυτές πληροφορία, διατηρούμενου του αξιοποίνου χαρακτήρα της πράξεως ούτε κι όταν υπάρχει συναίνεση ή έγκριση του καταθέτη. Ωστόσο, το ερώτημα πλέον είναι έναντι ποιων ισχύει το τραπεζικό απόρρητο.

Οι ιδιώτες δανειστές – κατ’ αρχήν – κάποιου καταθέτη οφειλέτη έχουν δικαίωμα να πληροφορούνται τραπεζικά στοιχεία του. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 24 του Ν. 2915/2001, το απόρρητο των κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και των άϋλων μετοχών που καταχωρίζονται στο σύστημα των άϋλων τίτλων του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών δεν ισχύει έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης εις βάρος του δικαιούχου της κατάθεσης ή της μετοχής. Το δε απόρρητο αίρεται μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή.

Επίσης, οι διατάξεις περί τραπεζικού απορρήτου δεν εφαρμόζονται για τη διοίκηση και τα λοιπά όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος προκειμένου να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις νομισματικών, πιστωτικών ή συναλλαγματικών κανόνων (άρθρο 2 παρ.1, όπως συμπληρ. με άρθρο 10 παρ.2 ν. 1858/1989).

Ακόμη, εξαιρετικώς επιτρέπεται η παροχή πληροφοριών για τις απόρρητες χρηματικές ή άλλες καταθέσεις σε τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα μετά από ειδικά αιτιολογημένη παραγγελία ή αίτηση ή απόφαση του αρμοδίου για την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης οργάνου δια του δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου στο οποίο διενεργείται η σχετική διαδικασία, εφόσον η παροχή των πληροφοριών αυτών είναι απολύτως αναγκαία για την ανίχνευση και τον κολασμό κακουργήματος (άρθρο 3, όπως αντικ. με άρθρο 27 παρ.1 του ν. 1868/1989).

Επιπρόσθετα, τόσο η σύμβαση ενεχυρίασης της απαίτησης του καταθέτη προς την τράπεζα σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. της 17/7 – 13.8.1923, όσο και η σύμβαση δυνάμει της οποίας η τράπεζα έχει δικαίωμα συμψηφισμού ανταπαίτησής της κατά του καταθέτη δεν προσκρούουν στις διατάξεις για το τραπεζικό απόρρητο (ν.δ. 1059/1971), δεδομένου ότι αυτές ούτε επάγονται εκχώρηση σε τρίτον, ώστε να τίθεται θέμα εφαρμογής των ΑΚ 451 και 464, ούτε οδηγούν σε οποιαδήποτε ανακοίνωση της υπάρχουσας καταθέσεως σε τρίτον.

Ακόμη, το τραπεζικό απόρρητο δεν ισχύει για τα τραπεζικά προϊόντα και την εν γένει οικονομική συμπεριφορά κάποιου δανειολήπτη αναφορικά με τη χρήση των δεδομένων του από την Τειρεσίας ΑΕ.

Τέλος, το τραπεζικό απόρρητο δεν ισχύει για το ελληνικό κράτος. Ήδη, διαφορετικές φορολογικές αρχές όπως το ΣΔΟΕ, η Γενική Γραμματεία Εσόδων, η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες κ.λπ. αντλούν ταυτόχρονα στοιχεία για τις κινήσεις ιδιωτών στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Η δε διαδικασία «ανοίγματος» των τραπεζικών λογαριασμών κινείται σε πλήρη άγνοια των καταθετών, οι οποίοι το διαπιστώνουν εκ των υστέρων. Σε ό,τι αφορά τις φορολογικές αρχές, το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο όχι μόνο έχει καταργήσει την έννοια του φορολογικού απορρήτου αλλά έχει επιβάλλει στους υπαλλήλους των τραπεζών την πλήρη αποκάλυψη των σχετικών στοιχείων σε περιπτώσεις ανακόλουθης ή ύποπτης τραπεζικής συμπεριφοράς των καταθετών.

Συνεπώς, καθίσταται σαφές ότι η έννοια του τραπεζικού απορρήτου έχει πάψει να υφίσταται επί της ουσίας. Οι κάθε είδους δανειστές – ιδιώτες και μη – μπορούν να πληροφορούνται τα καταθετικά στοιχεία του οφειλέτη τους.

Επιπλέον, διάφορες δημόσιες αρχές – φορολογικές και μη – έχουν πρόσβαση αυτή τη στιγμή στους τραπεζικούς λογαριασμούς, οι οποίοι μπορούν να ελέγχονται προληπτικά (!!!). Συμπερασματικά, το τραπεζικό απόρρητο ισχύει μόνο για κάποιους συγγενείς και φίλους, για τους οποίους ούτως ή άλλως δεν θα είχε χρησιμότητα.

Σχολιάστε